- διάστροφος
- -ο (AM διάστροφος)1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)νεοελλ.κακός, μοχθηρόςαρχ.αλλήθωρος.
Dictionary of Greek. 2013.