διάστροφος

διάστροφος
-ο (AM διάστροφος)
1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος
2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό
3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)
νεοελλ.
κακός, μοχθηρός
αρχ.
αλλήθωρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάστροφος — twisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφως — διάστροφος twisted adverbial διάστροφος twisted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάστροφον — διάστροφος twisted masc/fem acc sg διάστροφος twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστροφωτέροις — διάστροφος twisted masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφοις — διάστροφος twisted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφου — διάστροφος twisted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφους — διάστροφος twisted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφων — διάστροφος twisted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφῳ — διάστροφος twisted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάστροφα — διάστροφος twisted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”